- ονομαστικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀνομαστικός, -ή, -όν) [ονομαστός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή»)2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστικήγραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγματα, οι ιδιότητες και οι ποιότητες3. το ουδ. ως ουσ. το ονομαστικό(ν)είδος ερανιστικού συγγράμματος που περιέχει ονόματα και ονομασίες, διατεταγμένα «καθ' ύλην», και στο οποίο προσδιορίζεται η σημασία και η χρήση τουςνεοελλ.1. (για κατάλογο) αυτός που περιέχει ονόματα, ιδίως προσώπων2. αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή αυτός ο οποίος ισχύει επ' ονόματι ορισμένου μόνον προσώπου (α. «ονομαστικός τίτλος»[οικον.] δικαιόγραφο ή αξιόγραφο στο οποίο αναγράφεται το όνομα τού δικαιούχουβ. «ονομαστική μετοχή»[οικον.] μετοχή στην οποία αναγράφεται το όνομα τού δικαιούχου και η οποία μεταβιβάζεται με εγγραφή σε βιβλίο μετοχών τής ανώνυμης εταιρείας)3. το αρσ. ως ουσ. οι ονομαστικοίοι νομιναλιστές, φιλόσοφοι, κυρίως τού μεσαίωνα, οι οποίοι δεν δέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη τών γενικών ή καθολικών εννοιών4. φρ. α) «ονομαστική αξία»(οικον.) η αξία που αναγράφεται πάνω σε έναν τίτλο, όπως λ.χ. σε μετοχή ή ομολογία, και η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την πραγματική του αξία, όπως αυτή καθορίζεται υπό την επίδραση τού νόμου τής προσφοράς και τής ζήτησηςβ) «ονομαστική απόλυτος» — σόλοικη σύνταξη κατά την οποία η μετοχή, τής οποίας το υποκείμενο είναι διαφορετικό από το υποκείμενο και από το αντικείμενο τού ρήματος τής πρότασης, τίθεται σε ονομαστική αντί τής κανονικής γενικήςαρχ.1. αυτός που είναι ικανός να ονομάζει2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού να προσδίδει κανείς ονόματα, η τέχνη τής ονοματοθεσίας3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ὀνομαστικάτίτλος έργου τού Δημοκρίτου.επίρρ...ονομαστικώς και -ά (ΑΜ ὀνομαστικῶς)με το όνομα τού καθενόςαρχ.στην ονομαστική πτώση.
Dictionary of Greek. 2013.